housekeeper$36081$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

housekeeper$36081$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Housekeepers; House keeper; House keepers; Housekeeper (disambiguation); Houſekeeper; Houſekeepers

housekeeper      
n. οικοκυρά, οικονόμος

Ορισμός

Housekeeper
·noun A house dog.
II. Housekeeper ·noun One who keeps or stays much at home.
III. Housekeeper ·noun One who exercises hospitality, or has a plentiful and hospitable household.
IV. Housekeeper ·noun One who occupies a house with his family; a householder; the master or mistress of a family.
V. Housekeeper ·noun One who does, or oversees, the work of keeping house; as, his wife is a good housekeeper; often, a woman hired to superintend the servants of a household and manage the ordinary domestic affairs.

Βικιπαίδεια

Housekeeper

Housekeeper may refer to:

  • Housekeeper (domestic worker), a person heading up domestic maintenance
  • "House Keeper" (song), 1996 song by Men of Vizion
  • Maid, a female with various domestic duties
  • Janitor, a person responsible for institutional maintenance
  • A person engaged in housekeeping